ιεροδιδάσκαλος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἱεροδιδάσκαλος)
αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία
νεοελλ.
ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως
αρχ.
(στη Ρώμη) ο αρχιερέας.