ιλαδόν

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἰλαδόν και ἰληδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά ίλες, σε ίλες
2. άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. -δον (πρβλ. αναφαν-δόν, πρηνη-δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους].