ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)αυτός που αποτελείται από ιμάντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος, ξύλ-ινος)].