ἵππαγρος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ὁ,= ἵππος ἄγριος,

   A wild horse, Opp.C.3.252.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαγρος: ὁ, = ἵππος ἄγριος, Ὀππ. Κυν. 3. 252.

Greek Monolingual

ἵππαγρος, ὁ (Α)
άγριος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό-αγρος, σύ-αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].