ἰπνοπλάθης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.

Greek Monolingual

ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].