-έςιοστέφανος («ιοστεφές άστυ» — η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις του ορίζοντά της).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο-στεφής, λευκο-στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία].