ἱμαντώδης, -ες (Α)1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστοςβ) αυτός που μοιάζει με σχοινί2. (για αθλητές) νευρώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ογκ-ώδης)].