ἱματισμός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.

English (Strong)

from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.