ἰσόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρό-θυμος, μικρό-θυμος].