μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος. επίρρ...ἰσομεγέθως (Α)με ισομεγέθη τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο-μεγέθης, μικρο-μεγέθης].