ἰσοζυγής

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ές,

   A evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονο-ζυγής, νεο-ζυγής].