η (Α ἱππαρχία) ίππαρχοςνεοελλ.παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικούαρχ.1. το αξίωμα του ιππάρχου2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.