ίππαρχος

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

ἵππαρχος, ὁ (Α)
1. (για τον Ποσειδώνα) ο κυβερνήτης του ίππου («υἱὀς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ», Πίνδ.)
2. διοικητής, αρχηγός ιππικού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἵππ(ο)- + -αρχος (< ἀρχος < ἄρχω), πρβλ. ίλ-αρχος, ναύ-αρχος].