ἱππαρχία

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαρχία Medium diacritics: ἱππαρχία Low diacritics: ιππαρχία Capitals: ΙΠΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: hipparchía Transliteration B: hipparchia Transliteration C: ipparchia Beta Code: i(pparxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A hipparchy, office of ἵππαρχος, X.Ath.1.3 (pl.); of the magister equitum, D.C. Fr.36.26, Lyd.Mag.2.13.
II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, Würde des ἵππαρχος, Xen. Ath. 1, 3; -eine größere Reiterabtheilung, ein Regiment, nach Ael. 512 Mann, Pol. 10, 21, 4 D. Sic. 17, 57.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement d'un corps de cavalerie;
2 régiment de cavalerie (de 512 hommes).
Étymologie: ἵππαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρχία:
1 звание или должность гиппарха Xen.;
2 гиппархия (конная войсковая часть численностью около 500 человек) Arst., Polyb., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱππάρχου, Ξεν. Ἀθ. 1, 3. ΙΙ. σῶμα ἱππικοῦ διοικούμενον ὑπὸ τοῦ ἱππάρχου, Πολύβ. 10. 23, 4, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἱππαρχία) ίππαρχος
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικού
αρχ.
1. το αξίωμα του ιππάρχου
2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.

Greek Monotonic

ἱππαρχία: ἡ, αξίωμα του ἱππάρχου, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππαρχία, ἡ, [from ἵππαρχος
the office of ἵππαρχος, Xen.