ἱππαρχία

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαρχία Medium diacritics: ἱππαρχία Low diacritics: ιππαρχία Capitals: ΙΠΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: hipparchía Transliteration B: hipparchia Transliteration C: ipparchia Beta Code: i(pparxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A hipparchy, office of ἵππαρχος, X.Ath.1.3 (pl.); of the magister equitum, D.C. Fr.36.26, Lyd.Mag.2.13.
II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, Würde des ἵππαρχος, Xen. Ath. 1, 3; -eine größere Reiterabtheilung, ein Regiment, nach Ael. 512 Mann, Pol. 10, 21, 4 D. Sic. 17, 57.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement d'un corps de cavalerie;
2 régiment de cavalerie (de 512 hommes).
Étymologie: ἵππαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρχία:
1 звание или должность гиппарха Xen.;
2 гиппархия (конная войсковая часть численностью около 500 человек) Arst., Polyb., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱππάρχου, Ξεν. Ἀθ. 1, 3. ΙΙ. σῶμα ἱππικοῦ διοικούμενον ὑπὸ τοῦ ἱππάρχου, Πολύβ. 10. 23, 4, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἱππαρχία) ίππαρχος
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικού
αρχ.
1. το αξίωμα του ιππάρχου
2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.

Greek Monotonic

ἱππαρχία: ἡ, αξίωμα του ἱππάρχου, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππαρχία, ἡ, [from ἵππαρχος
the office of ἵππαρχος, Xen.