ἰσχυροσώματος, -ον (Α)αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].