Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ισχυροσώματος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλοσώματος, ηδυσώματος].