ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πεζο-γράφος.