ἰσόνειρος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].

German (Pape)

[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.

Greek Monolingual

ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.