ἰσόνειρος
English (LSJ)
ον,
A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].
German (Pape)
[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος, ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.
Greek Monolingual
ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.