καθυπάρχω

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

strengthd. for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπάρχω.

Greek Monolingual

καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].