καθυπάρχω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
strengthened for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.
German (Pape)
[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπάρχω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.
Greek Monolingual
καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].