κακισμός

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Phld.Vit.p.10 J., Str.9.3.10.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, das Schlechtmachen, Schmähen, Strab. IX, 422.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκισμός: ὁ, (κακίζω), τὸ κακίζειν, κατηγορία, ὄνειδος, Στράβ. 422.

Greek Monolingual

ο (Α κακισμός) κακίζω
μομφή, κατηγορία, επίπληξη.