κακισμός

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακισμός Medium diacritics: κακισμός Low diacritics: κακισμός Capitals: ΚΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kakismós Transliteration B: kakismos Transliteration C: kakismos Beta Code: kakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = κάκισις (blame), Phld. Vit. p. 10 J., Str. 9.3.10.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, das Schlechtmachen, Schmähen, Strab. IX, 422.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκισμός: ὁ, (κακίζω), τὸ κακίζειν, κατηγορία, ὄνειδος, Στράβ. 422.

Greek Monolingual

ο (Α κακισμός) κακίζω
μομφή, κατηγορία, επίπληξη.

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur