ἰχθυοβόλος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1276] = ἰχθυβόλος, Eust.

Greek Monolingual

ἰχθυοβόλος, -ον (AM)
μσν.
ιχθυβόλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον
η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος.