ἰχθυοβόλος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

German (Pape)

[Seite 1276] = ἰχθυβόλος, Eust.

Greek Monolingual

ἰχθυοβόλος, -ον (AM)
μσν.
ιχθυβόλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον
η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος.