καλαΐς, ἡ (Α)
κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το καλῶ, δηλ. καλαΐς < καλαFίς «αυτή που καλεί, που φωνάζει» (< καλαFός), πρβλ. αρχ. ινδ. ūsā-kala- «κόκορας» (αυτός που λαλάει, που καλεί νωρίς»). Η υποτεθείσα σύνδεση με τα καλ(λ)άινος, κάλ(λ)αϊς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή].