καρδιογράφος

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ιατρ. όργανο με το οποίο παριστάνεται γραφικώς η λειτουργία της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiograph < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -graph (πρβλ. -γράφος < γράφω)].