λίθος
A smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.
καπνιαῑος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χρώμα καπνού2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].