καπνιαῖος

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνιαῖος Medium diacritics: καπνιαῖος Low diacritics: καπνιαίος Capitals: ΚΑΠΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kapniaîos Transliteration B: kapniaios Transliteration C: kapniaios Beta Code: kapniai=os

English (LSJ)

λίθος smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.

Greek Monolingual

καπνιαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῖος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μηνιαίος, ωριαίος)].