καρούλι
Greek Monolingual
το
1. ξύλινο ή μεταλλικό πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα ή η κλωστή, αλλά και όλη η κουβαρίστρα
2. ο τροχίσκος της τροχαλίας ή ολόκληρη η συσκευή
3. μικρός τροχός στο άκρο τών ποδιών διαφόρων επίπλων ή συσκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάρυον «κοχλίας» — κατ' άλλους < λατ. carrulus, υποκορ. του carrum «κάρο»].