κάρο Search Google

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

και κάρρο, το (AM κάρρον, Μ και κάρον και κάρος, τὸ, Α και κάρος, ὁ)
δίτροχο ή τετράτροχο αμάξι
νεοελλ.
1. το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει ένα κάρο
2. μτφ. (κυρίως για γέροντες ή γυναίκες) άτομο μεγάλης ηλικίας, ετοιμόρροπο, με πλαδαρό σώμα
3. μτφ. (για πράγματα) αντικείμενο αχρηστευμένο από την πολυκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. careum, λ. κελτικής προελεύσεως].