κασσιτερουργός

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ὁ,

   A tinker, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?

Greek (Liddell-Scott)

κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ερι-ουργός, ξυλ-ουργός].