καταδολίευση

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. χρησιμοποίηση δόλου, εξαπάτηση
2. φρ. «καταδολίευση νόμου»
(νομ.) παράβαση νόμου με δολιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. καταδολίευσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Κωνστ. Ν. Κωστή].