καταδολίευση
Greek Monolingual
η
1. χρησιμοποίηση δόλου, εξαπάτηση
2. φρ. «καταδολίευση νόμου»
(νομ.) παράβαση νόμου με δολιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. καταδολίευσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Κωνστ. Ν. Κωστή].
η
1. χρησιμοποίηση δόλου, εξαπάτηση
2. φρ. «καταδολίευση νόμου»
(νομ.) παράβαση νόμου με δολιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. καταδολίευσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Κωνστ. Ν. Κωστή].