καταδαμάζω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A subdue, aor. 1 Act. κατεδάμασα LXXJd.14.18: aor. inf. Med. καταδαμάσασθαι Th.7.81: aor. Pass., D.C.50.10,78.39.

German (Pape)

[Seite 1345] ganz besiegen, bewältigen; praes. erst Sp.; aor. κατεδάμασα, LXX.; med. καταδαμασάμενοι Thuc. 7, 81; pass., τοῖς ὅπλοις καταδαμασθῆναι D. Cass. 50, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταδᾰμάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, δαμάζω ἐντελῶς, καταβάλλω, Θουκ. 7. 81, κατὰ μέσ. ἀόρ. καταδαμάσασθαι: παθ. ἀόρ. ἐν Δίωνι Κ. 50. 10.

French (Bailly abrégé)

dompter entièrement, fatiguer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαμάζω.

Greek Monolingual

καταδαμάζω)
δαμάζω τελείως, καταβάλλω («εἰ μὴ κατεδαμάσατέ μου τὴν δάμαλιν», ΠΔ).