καταστέριση

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α καταστέρισις) καταστερίζω
η ένταξη σε αστερισμό, η κατάταξη σε αστερισμό
νεοελλ.
η θέση τών αστέρων μεταξύ τους και το σχήμα που διαμορφώνεται από αυτούς, ο αστερισμός.