καταφέρεια

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ,

   A proneness, ἡδονῆς to pleasure, Ath.7.352c: abs., lechery, Eust.827.31.

Greek (Liddell-Scott)

καταφέρεια: ἡ, κλίσις, προδιάθεσις, ἡ ῥοπή, ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.

Greek Monolingual

καταφέρεια, ἡ (AM) κατάφερες
μσν.
ασέλγεια, λαγνεία
αρχ.
κλίση, προδιάθεση, ροπή.