καταφέρεια

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφέρεια Medium diacritics: καταφέρεια Low diacritics: καταφέρεια Capitals: ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: kataphéreia Transliteration B: kataphereia Transliteration C: katafereia Beta Code: katafe/reia

English (LSJ)

ἡ, proneness, ἡδονῆς to pleasure, Ath.7.352c: abs., lechery, Eust.827.31.

Greek (Liddell-Scott)

καταφέρεια: ἡ, κλίσις, προδιάθεσις, ἡ ῥοπή, ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.

Greek Monolingual

καταφέρεια, ἡ (AM) κατάφερες
μσν.
ασέλγεια, λαγνεία
αρχ.
κλίση, προδιάθεση, ροπή.

German (Pape)

ἡ, die Abschüssigkeit, Sp.; Geneigtheit wozu, ἡδονῆς Ath. VIII.352c.