κατώβλεψ

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κατῶβλεψ, -επος και κατωβλέπων, -οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α)
κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση του κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.].