κατῶβλεψ

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῶβλεψ Medium diacritics: κατῶβλεψ Low diacritics: κατώβλεψ Capitals: ΚΑΤΩΒΛΕΨ
Transliteration A: katō̂bleps Transliteration B: katōbleps Transliteration C: katovleps Beta Code: katw=bley

English (LSJ)

επος, ὁ, v. sub κατωβλέπων.

German (Pape)

[Seite 1406] εἶδος θηρίου, Theognost. p. 97, 30, = Vorigem.

Greek (Liddell-Scott)

κατῶβλεψ: ὁ, = τῷ προηγ.

Greek Monolingual

κατῶβλεψ, -επος και κατωβλέπων, -οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α)
κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση του κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.].