κατηγορουμένως

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A v. κατηγορέω 111.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].