κατηγορουμένως

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορουμένως Medium diacritics: κατηγορουμένως Low diacritics: κατηγορουμένως Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēgorouménōs Transliteration B: katēgoroumenōs Transliteration C: katigoroumenos Beta Code: kathgoroume/nws

English (LSJ)

v. κατηγορέω III.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].