κατηγορούμενος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που κατηγορείται
2. ως ουσ. ο κατηγορούμενος, η κατηγορουμένη, το κατηγορούμενο
α) άτομο κατά του οποίου απευθύνεται από την πολιτεία κατηγορία, επειδή θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος, ο εναγόμενος, ο μηνυόμενος, ο υπόδικος
β) ύποπτος για αξιόποινη πράξη, ο οποίος έχει παραπεμφθεί σε δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. ενεστ. του ρ. κατηγορῶ].

Translations

defendant

Arabic: مُدَّعًى عَلَيْهِ, مُتَّهَم, مُتَّهَمَة; Armenian: ամբաստանյալ, պատասխանող; Belarusian: абвінавачаны, абвінавачаная, абвінавачваны, абвінавачваная, падвiноўны, падвiноўная, адказчык, адказчыца, падсудны, падсудная, падсудзі́мы, падсудзі́мая; Bengali: মুদ্দালেহ; Bulgarian: обвиняем, обвиняема, ответник, ответничка, ответница, подсъдим, подсъдима; Chinese Mandarin: 被告; Czech: obžalovaný, obžalovaná, obviněný, obviněná, žalovaný, žalovaná; Danish: indstævnte; Dutch: verdachte, verweerder; Esperanto: akuzito, akuzitino; Estonian: kaebealune; Finnish: vastaaja; French: inculpé, inculpée, défendeur, défenderesse; Georgian: მოპასუხე; German: Angeklagter, Angeklagte, Angeschuldigter, Angeschuldigte, Beschuldigter, Beschuldigte, Beklagter, Beklagte; Greek: εναγόμενος, εναγομένη, κατηγορούμενος, κατηγορουμένη; Ancient Greek: ἀντίδικος, ἀποκρινόμενος, ἀπολογούμενος, διωκόμενος, ἐναγόμενος, καταιτιαθείς, κατηγορουμένη, κατηγορούμενος, φεύγων; Hebrew: נאשם \ נֶאֱשָׁם, נאשמת \ נֶאֱשֶׁמֶת; Hindi: प्रतिवादी; Hungarian: vádlott, terhelt; Indonesian: tergugat; Interlingua: accusato; Irish: cosantóir; Italian: imputato, imputata, accusato, accusata; Japanese: 被告; Khmer: ចុងចោទ; Korean: 피고(被告); Latin: reus; Macedonian: обвинет, обвинета, оптуженик, оптуженичка; Malayalam: പ്രതി; Maori: kaikaro, whakatuaki; Norwegian Bokmål: anklagede; Persian: خوانده; Polish: oskarżony, oskarżona, pozwany, pozwana; Portuguese: réu, , acusado, acusada; Russian: обвиняемый, обвиняемая, ответчик, ответчица, подсудимый, подсудимая; Serbo-Croatian Cyrillic: бра̑њенӣк, бра̑њеница, оптужѐнӣк, оптужѐница; Roman: brȃnjenīk, brȃnjenica, optužènīk, optužènica; Slovak: žalovaný, žalovaná, obžalovaný, obžalovaná; Slovene: obtoženi, obtožena; Spanish: acusado, acusada; Swedish: anklagad; Thai: จำเลย; Turkish: sanık; Ukrainian: звинувачений, звинувачена, відповідач, відповідачка, підсудний, підсудна, обвинувачуваний, обвинувачувана; Urdu: مدعا علیہ; Vietnamese: bị cáo