κελλάς

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

μονόφθαλμος, Hsch.

Greek Monolingual

κελλάς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για το θηλ. του τ. κελλός (κελλόν
στρεβλόν, πλάγιον, Ησύχ.)
τα -λλ- είτε ερμηνεύονται ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε προέρχονται από σύμπλεγμα -λν- (κελλ- < κελν-). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kāna «μονόφθαλμος», αρχ. ιρλδ. coll].