κενανδρία

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of men, A.Pers.730 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.

Greek (Liddell-Scott)

κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.

Greek Monolingual

κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).