κένανδρος

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κένανδρος Medium diacritics: κένανδρος Low diacritics: κένανδρος Capitals: ΚΕΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: kénandros Transliteration B: kenandros Transliteration C: kenandros Beta Code: ke/nandros

English (LSJ)

κένανδρον, (ἀνήρ) empty of men, ἄστυ, πόλις, ib.119 (lyr.), S.OC917.

German (Pape)

[Seite 1416] männer-, menschenleer; ἄστυ Aesch. Pers. 118; πόλις Soph. O. C. 921; χώρα VLL. Nach Phot. auch = κενὸς ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
privé d'hommes, dépeuplé.
Étymologie: κενός, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κένανδρος -ον [κενός, ἀνήρ] ontvolkt.

Russian (Dvoretsky)

κένανδρος: лишившийся мужского населения или безлюдный (ἄστυ Aesch.; πόλις Soph.).

Greek Monolingual

κένανδρος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που δεν έχει άνδρες («πόλιν κένανδρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. δείλανδρος, μεγάλανδρος].

Greek Monotonic

κένανδρος: -ον (ἀνήρ), άδειος από ανθρώπους, ερημωμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κένανδρος: -ον, (ἀνὴρ) κενὸς ἀνδρῶν, ἠρημωμένος, ἄστυ, πόλις, χώρα, οἶκοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 119, Σοφ. Ο. Κ. 917.

Middle Liddell

κέν-ανδρος, ον ἀνήρ
empty of men, dispeopled, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

empty of men

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)