κερμοδότης
Greek (Liddell-Scott)
κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.
Greek Monolingual
κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωο-δότης, χρηματο-δότης)].