κεφαλοτρύπανον

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A trepan, Gal.14.785.

German (Pape)

[Seite 1428] τό, Schädelbohrer, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοτρύπᾰνον: τό, τρυπάνιον, Γαλην. 2. 399.

Greek Monolingual

κεφαλοτρύπανον, τὸ (Α)
ιατρικό τρυπάνι για τρύπημα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -τρύπανον (< τρύπανον < τρυπῶ), πρβλ. ελικο-τρύπανον, σιδηρο-τρύπανον.