τρυπάνιον

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπάνιον Medium diacritics: τρυπάνιον Low diacritics: τρυπάνιον Capitals: ΤΡΥΠΑΝΙΟΝ
Transliteration A: trypánion Transliteration B: trypanion Transliteration C: trypanion Beta Code: trupa/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of τρύπανον, Archig. ap.Gal.12.821, Phot. s.v. τέρετρον.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρύπανον, Φώτ.· οὕτω τρῡπανίσκος, ὁ, Martyrium in Actis SS. Maji τ. 4, σελ. 642F.

Greek Monolingual

τρυπάνι, το / τρυπάνιον, ΝΜΑ τρύπανον
νεοελλ.
1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω εργαλείο
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό τρύπανο.

German (Pape)

[ῡ], τό, dim. von τρύπανον, kleiner Bohrer, Poll. 10.146.