τρυπάνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of τρύπανον, Archig. ap.Gal.12.821, Phot. s.v. τέρετρον.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρύπανον, Φώτ.· οὕτω τρῡπανίσκος, ὁ, Martyrium in Actis SS. Maji τ. 4, σελ. 642F.
Greek Monolingual
τρυπάνι, το / τρυπάνιον, ΝΜΑ τρύπανον
νεοελλ.
1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω εργαλείο
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό τρύπανο.