κητοθηρείον
Greek Monolingual
κητοθηρεῑον και κητοθήριον, το (Α)
αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].
κητοθηρεῑον και κητοθήριον, το (Α)
αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].