κεφάλας
Greek Monolingual
ο
1. άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι
2. μτφ. νωθρός, βραδύνους, χοντροκέφαλος
3. παροιμ. «είπ' ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» — γι' αυτούς που κατηγορούν τους άλλους για κάποιο ελάττωμα, το οποίο έχουν οι ίδιοι σε μεγαλύτερο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλα < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαχαίρ-ας < μαχαίρ-α, ποδάρ-ας < ποδάρ-α)].