κλεψιγαμώ

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κλεψιγαμῶ, -έω (Α) κλεψίγαμος
συνευρίσκομαι κρυφά με ξένη γυναίκα, ή με ξένο άνδρα, παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω
αρχ.
διαφθείρω, διακορεύω.